- ιδιόχειρος
- -η, -ο, θηλ. και -ος (ΑΜ ιδιόχειρος, -ον)αυτός που γίνεται ή γράφεται με το ίδιο το χέρι κάποιου («ιδιόχειρος διαθήκη»)νεοελλ.φρ. «ιδιόχειρη επίδοση τής επιστολής» — η παράδοση τής επιστολής στα χέρια αυτού προς τον οποίο απευθύνεταιμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰδιόχειροντο πρωτότυπο χειρόγραφο.επίρρ...ιδιοχείρως (Μ ἰδιοχείρως)με ή στα ίδια τα χέρια κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο-* + -χειρος (< χειρ, η «χέρι»), πρβλ. αυτό-χειρος, πρό-χειρος].
Dictionary of Greek. 2013.